menu

ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ

Πέμπτη 23 Μαΐου 2013

Η ΑΠΟΦΥΛΑΚΙΣΗ (συνέχεια)


                                       14. ΑΝΕΜΟΔΑΡΜΝΕΣ ΨΥΧΕΣ (συνέχεια)
Ἡ ὥρα μία καὶ μισῆ τὸ μεσημέρι: ἡ δεσμοφύλακας ἄνοιξε τὴν κιγκλίδα καὶ μοῦ φώναξε πὼς εἶμαι ἐλεύθερη. Οἱ συγκρατούμενες βγῆκαν ὅλες ἔξω καὶ μὲ ἀποχαιρέτησαν χειροκροτώντας μὲ ἐνθουσιασμό. Στάθηκα γιὰ λίγο στὴν κιγκλίδα καὶ τὶς κοίταξα ὅλες γιὰ λίγα δευτερόλεπτα.
- Κουράγιο, κορίτσια, ὅλα ἔχουν ἡμερομηνία λήξεως, θὰ ἔρθει καὶ γιὰ σᾶς αὐτὴ ἡ χαρμόσυνη μέρα. Θὰ σᾶς θυμᾶμαι ὅλες… Ἀντίο…
Πῆγα στὸ λογιστήριο, πῆρα τὰ χρήματα ποὺ εἶχα, ὑπέγραψα, μοῦ ἔδωσαν τὸ πτυχίο καὶ βγῆκα ἔξω. Ἐκείνη τὴν ὥρα, ἂν καὶ καλοκαιράκι, ψιλόβρεχε, ἄφησα τὸ σάκο κάτω, ἔβαλα τὰ χέρια μου σὰν νὰ ἀγκάλιαζα κάποιο σῶμα παρτενὲρ κι ἄρχισα νὰ χορεύω σὲ ρυθμοὺς βάλς.
Ἡ δεσμοφύλακας, ποὺ στεκόταν ἀκόμη στὴν πόρτα, μοῦ φωνάζει:
- Τί κάνεις; Τρελάθηκες; Χορεύεις μόνη σου;
- Δὲν χορεύω μόνη μου, χορεύω μὲ κάποια ψυχὴ ποὺ τὸ εἴχαμε ὀνειρευτεῖ.
Πῆρα τὸ σάκο καὶ περπατώντας, γιατί ἡ ἀπόσταση ἦταν μικρή, ἔφτασα στὸ Γʹ νεκροταφεῖο. Πῆρα μία ἀγκαλιὰ τριαντάφυλλα, ποὺ ἦταν τὰ ἀγαπημένα της, καὶ μπῆκα μέσα, ψάχνοντας νὰ βρῶ τὸν τάφο της. Μετὰ ἀπὸ μία ὥρα τὸν βρῆκα· ἦταν στὸ τέρμα τοῦ νεκροταφείου, ἐκεῖ ὅπου θάβουν τοὺς μοναχικοὺς ἀνθρώπους. Ἕναν ξύλινο σταυρὸ εἶχε μόνο ποὺ πάνω ἔγραφε ”Κατερίνα τάδε, ἐτῶν 45„ οὔτε ἕνα καντήλι, οὔτε ἕνα κερί. Ἄφησα τὰ λουλούδια, πῆγα, πῆρα μερικὰ κεριά, τὰ κάρφωσα στὸ χῶμα καὶ τὰ ἄναψα. Ὕστερα κάθησα πάνω σὲ μία πέτρα κι ἄναψα ἕνα τσιγάρο γιὰ νὰ κάνουμε κάποια συζήτηση μαζί. Ἐκείνη τὴν στιγμὴ ἐξ οὐρανοῦ ἦρθε καὶ κάθησε πάνω στὸ πόδι μου ἕνα πουλάκι. Τὸ πῆρα μέσα στὶς χοῦφτες μου καὶ τὸ φίλησα τρυφερὰ στὸ κεφαλάκι του, νιώθοντας πὼς ἦταν ἡ ψυχὴ τῆς Κατερίνας.
Ἀνατρίχιασα. Ἦταν ἕνα μήνυμα; Ἕνα ξύπνημα; Ἢ ἕνας συνδυασμὸς μὲ προορισμό, μὲ τὴν εὐχὴ τῆς Κατερίνας νὰ γυρίσω πίσω στὴ ζωὴ ἀπὸ ἐκεῖ ποῦ τὴν ἄφησα; Ξέρω πὼς μὲ προστατεύει καὶ πὼς θέλει νὰ ζήσω τὴν ὑπόλοιπη ζωή μου εὐτυχισμένη. Πάντα θὰ εἶναι μία φωτεινὴ σκιὰ δίπλα μου καὶ θὰ μὲ ἀκολουθεῖ.
Ἔβαλα τὸ πουλάκι γιὰ λίγο στὸ μέρος τῆς καρδιᾶς μου, τὸ φίλησα κι ὕστερα ἄνοιξα τὶς χοῦφτες μου γιὰ νὰ πετάξει ἐλεύθερο. Ἔκεινο ἔκανε τρεῖς γύρους ἀπὸ πάνω μας κι ὕστερα χάθηκε ἀπὸ τὸ ὀπτικό μου πεδίο.
Ἄφησα τὸ νεκροταφεῖο πίσω μου καὶ ξεκίνησα νὰ κτίσω ξανὰ ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τὴ νέα μου ζωή.
Ἀπόψε νιώθω τὴν ἀνάγκη νὰ πιῶ, νὰ μεθύσω, νὰ γελάσω, νὰ φλερτάρω, νὰ πάιξω, νὰ τραγουδήσω ὡς τὸ πρωί.
Ἡ ζωὴ εἶναι ὡραῖα καὶ γλυκιὰ σὰν καραμέλα, ποὺ ὅλοι γουστάρουμε νὰ τὴν πιπιλᾶμε ὡς τὴν τελευταία της σταγόνα....ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
                          
Από το ομόνυμο βιβλίο
της πρώην κρατουμένης ΜΑΡΙΑΣ ΒΟΛΙΩΤΗ

▣ Γίνετε μέλη στη σελίδα μας στο Facebook: ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ ΕΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου