menu

ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ

Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2016

ΕΝΑ ΠΟΛΥ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ ΠΟΙΜΑΝΤΙΚΟ ΜΗΝΥΜΑ ΙΕΡΑΡΧΟΥ

Μήνυμα ἐπὶ τῷ Νέῳ Ἐκκλησιαστικῷ Ἔτει (1 Σεπτ 2016).
«Ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος» (Ἰω. ζ΄ 38)
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί,
Α. Ὅλοι πλέον ἀντιλαμβανόμαστε ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας πορεύεται σὲ μία θάλασσα πρωτοφανοῦς ἀσεβείας, συντονισμένης ὕβρεως, ἰσχυρῶν ἀμφισβητήσεων, ἀθεϊστικῆς μανίας, συστηματικῆς προσπάθειας ἀπόρριψης κάθε ἔννοιας μυστηρίου καὶ ἱερότητος, ὕπουλου διωγμοῦ κατὰ τῆς χριστιανικῆς πίστεως ἀποκαλυπτικοῦ διαμετρήματος, μάλιστα ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ χριστιανικὰ συστήματα.
Ἐκτιμᾶται ὅτι σὲ λίγα χρόνια, σὲ κάποιες μεγάλες Εὐρωπαϊκὲς πόλεις, οἱ μουσουλμάνοι θὰ εἶναι περισσότεροι ἀπὸ τοὺς χριστιανούς. Τὸ πραγματικὸ ὅμως πρόβλημα δὲν εἶναι ὅτι οἱ χριστιανοὶ θὰ εἶναι λιγότεροι, ἀλλὰ ὅτι ἤδη εἶναι λιγότερο χριστιανοὶ καὶ ἀκόμη περισσότερο ὅτι οἱ μεγαλύτεροι ἐχθροὶ τοῦ χριστιανισμοῦ εἶναι οἱ ἴδιοι οἱ χριστιανοί.
Β. Ἐναντίον τῆς πίστεως ἔχει ἐπιστρατευθεῖ ἡ ἐπιστήμη, ἡ τεχνολογικὴ παντοδυναμία, τὰ μέσα πληροφόρησης, οἱ μηχανισμοὶ ψηφιακοῦ ἐλέγχου τῶν λεπτομερειῶν τῆς ζωῆς μας, ἡ πολιτική, ἡ κατευθυνόμενη παιδεία, ὁ ὑλιστικὸς τρόπος ζωῆς κ.λπ.
Γ. Ὁ φιλοσοφικὸς ὀρθολογισμὸς καὶ οἱ ἱστορικὲς καὶ ἀνθρωπολογικὲς ἐπιστῆμες ἐπιστρατεύονται στὸ νὰ γκρεμίσουν τὴν πίστη στὸν Θεὸ καὶ νὰ κατασυκοφαντήσουν τὴν πορεία καὶ τὸν ρόλο τῆς Ἐκκλησίας καὶ γενικότερα τοῦ χριστιανισμοῦ στὸ παρελθὸν καὶ σήμερα.
Δ. Οἱ θεωρίες περὶ τυχαιότητος στὴ γένεση τοῦ ὑλικοῦ κόσμου ἐπιδιώκουν νὰ ἐξαφανίσουν κάθε ἰδέα δημιουργικῆς ἐπεμβάσεως στὴν ἀρχὴ τοῦ σύμπαντος, ἄρα νὰ μηδενίσουν τὴν θεΐκὴ παρουσία καὶ ἀνάγκη. Τύχη εἶναι τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ στὴ διάλεκτο τῆς ἀθεΐας!
Ε. Ἡ ἔμφαση στὴν αὐθαίρετη μονομερῆ ἑρμηνεία τῆς θεωρίας τῆς ἐξελίξεως, σὲ συνδυασμὸ μὲ τὴν ἀνάπτυξη τῆς γενετικῆς τεχνολογίας, ὑπερτονίζει τὴ βιολογικότητα καὶ ζωικότητα τοῦ ἀνθρώπου, προκειμένου νὰ μηδενισθεῖ κάθε στοιχεῖο ἱερότητός του.
ΣΤ. Οἱ βιαστικὲς ἐξαγγελίες περὶ κατασκευῆς συνθετικοῦ γονιδιώματος καὶ τεχνητῆς ζωῆς ἢ κλωνοποίησης τοῦ ἀνθρώπου ἢ βιοτεχνολογικῶν θαυμάτων (DNA editing) ἢ στὴν Φυσικὴ περὶ τῆς δῆθεν «θεωρίας τῶν πάντων» ἀποσκοποῦν στὸ νὰ ἀντικαταστήσουν τὸν Θεὸ μὲ τὸν ἄνθρωπο καὶ ἔτσι νὰ κλείσουν τὸν δρόμο καὶ τὴν προοπτικὴ τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῆς κοινωνίας του μὲ τὸν Θεό. Ἡ τύχη ὡς ἑρμηνευτικὸ ἐπινόημα καὶ ὁ ἄνθρωπος ὡς ἡ κεντρικὴ παρουσία στὸν κόσμο ἐξαφανίζουν τὸν Θεὸ καὶ ὡς πρόσωπο καὶ ὡς ἔννοια.
Ζ. Τὸ ἴδιο καὶ οἱ τεχνολογίες τῆς γενετικῆς καὶ ἐγκεφαλικῆς ἐνδυνάμωσης (Gene enhancement καὶ Brain enhancing (pills and boosters), τὰ ἐγκεφαλικὰ ἐμφυτεύματα, ἡ μεταμόσχευση προσώπου, οἱ τολμηρὲς τεχνολογικὲς παρεμβάσεις στὸ νευρικὸ καὶ γενετικὸ κύτταρο, ἡ προσπάθεια νευροβιολογικῆς ἑρμηνείας τῶν ψυχικῶν φαινομένων κ.λπ. ἐπιδιώκουν τὴν τεχνολογικὴ αὐθυπέρβαση τοῦ ἀνθρώπου (transhumanism), ἀγνοῶντας καὶ ἀπορρίπτοντας ταυτοχρόνως τὴν αὐτεξούσια κίνησή του πρὸς τὸν Θεό καὶ τὴν κατὰ χάριν εἴσοδό του στὴν ὑπὲρ φύσιν κατάσταση (θέωσις).
Η. Ἡ ἀλλαγὴ τοῦ φύλου, ὄχι ὡς διόρθωση ὑφιστάμενης ἀνατομικῆς καὶ φυσιολογικῆς δυσαρμονίας, ἀλλὰ ὡς ἐπιλογὴ ἀφύσικης ἀπαίτησης καὶ νοσηροῦ θελήματος, ἡ ἀντικατάσταση τῆς ἀνατομικῆς καὶ φυσιολογικῆς ταυτότητος τοῦ φύλου μὲ τὸν λεγόμενο σεξουαλικὸ προσανατολισμὸ ὡς ἐπιλογή, καὶ ἡ μὲ κάθε τρόπο δικαιολόγησή της, μάλιστα στὴ βάση τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων καὶ τῆς ἀντιρατσιστικῆς ἀντίληψης, συντρίβοντας τὴν ἱερότητα τῆς ψυχοσωματικῆς ὑποστάσεως τοῦ ἀνθρώπου, τὸν ἀπομακρύνουν βάναυσα ἀπὸ τὴν κληρονομιὰ τῆς «κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωσιν Θεοῦ» παρακαταθήκης του.
Θ. Ὁ ἐκφυλισμὸς τῆς Ἐκκλησίας σὲ σύστημα κοινωνικῆς πρόνοιας ἢ πολιτιστικῆς κληρονομιᾶς, παράλληλα μὲ τὴν ἀντικατάσταση τῆς φιλανθρωπίας στὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ ἀπὸ ἕναν ἀποστεωμένο χωρὶς Θεὸ ἀνθρωπισμὸ καὶ ἔννοιες ὅπως ἀλληλεγγύη, ἀλληλοβοήθεια, φιλία, εἰρηνικὴ συνύπαρξη κ.λπ., στὴν οὐσία καταργεῖ τὸν μυστηριακὸ χαρακτήρα τῆς Ἐκκλησίας ὡς πνευματικῆς κοινωνίας τῶν πιστῶν καὶ τὴν μεταμορφώνει σὲ μηχανισμὸ ἐπίλυσης κοινωνικῶν προβλημάτων ἐντελῶς ἐπίγειας προοπτικῆς.
Ι. Ἡ μεθοδευμένη ἐπιδίωξη εἴτε νὰ ἀμφισβητηθεῖ ἡ ἱστορικότητα τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τοὺς αὐτοαποκαλούμενους μυθικιστὲς εἴτε νὰ συκοφαντηθεῖ ἡ ἀκεραιότητα τῆς ζωῆς Του καὶ ἡ αὐθεντικότητα τῶν ἱερῶν κειμένων, καὶ ἡ παράλληλη προσπάθεια ἀποχριστιανοποίησης τῶν κοινωνιῶν μας μὲ τὴν κατάργηση τῶν συμβόλων καὶ τὸν ἀποχριστιανισμὸ τῆς κοινωνικῆς ζωῆς καὶ τῆς παιδείας, τελικὰ ἐπισφραγίζουν τὴν προσπάθεια ἀποδόμησης τῆς πίστεως. Ἡ παγκόσμια ἀνασφάλεια, ἡ μαζικὴ καταστροφὴ ἀρχαιότατων πολιτισμῶν καὶ ἡ βίαιη μετακίνηση ἀπὸ τὶς ἱστορικὲς ρίζες τους καὶ ἀνακάτωμα ὁλόκληρων λαῶν συμπληρώνουν τὸ ὅλο σκηνικό. Ἕνας κόσμος δίχως Θεό! «Οἱ ἄνθρωποι λησμόνησαν τὸν Θεό∙ ἀπὸ ἐκεῖ ἔρχονται ὅλα τὰ κακά» (Ἀλεξάντερ Σολζενίτσιν, 1983).
ΙΑ. Ὁ ὑπερτονισμὸς τῶν λεγομένων ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, ὅσο καὶ ἂν φαίνεται ἑλκυστικὸς καὶ θεμελιωτικὸς μιᾶς νέας ἠθικῆς περὶ τοῦ ἀνθρώπου, καταργεῖ τὰ «δικαιώματα» τοῦ Θεοῦ καὶ περιθωριοποιεῖ τὴν χάρι Του. Ὁ ἀντιρατσισμὸς καὶ ἡ ἀνεκτικότητα, ἡ πολυπολιτισμικότητα καὶ ἡ πολυθρησκευτικότητα, ἐνῶ στὴν οὐσία τους περιέχουν κάτι τὸ βαθὺ χριστιανικό, ὅπως παρουσιάζονται καὶ ὅπως ὑποστηρίζονται, καίρια προσβάλλουν τὴν ἱερότητα τοῦ ἀνθρώπου καὶ οὐσιαστικὰ ἀλλοιώνουν τὸ πρόσωπο τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ἡ πολυθρησκευτικότητα μεταμορφώνει τὴν πίστη στὸν Θεὸ σὲ κοινωνικὸ φαινόμενο.
ΙΒ. Ὅλα αὐτὰ ὁδηγοῦν σὲ μιὰ πρωτοφανῆ σύγχυση, σὲ ἀλλεπάλληλα ἀδιέξοδα, πλάνες, αἱρέσες, παγκόσμια ἠθικὴ καὶ πνευματικὴ κατάρρευση, ἀνατροπὴ διαχρονικῶν ἠθικῶν σταθερῶν, πολυμέτωπη προσβολὴ τῆς ἀνθρώπινης ὀντολογίας. Ἐπὶ πλέον, ἀποδυναμώνουν τὴν πίστη, ὑποβαθμίζουν τὴν Ἐκκλησία, ἀποχριστιανοποιοῦν τὸν κόσμο, ἐξαφανίζουν τὸν Θεό καὶ κάνουν τὸν λόγο καὶ τὸ ὄνομά Του ἀρχικὰ μὲν μὴ ἀναγκαῖα, στὴ συνέχεια περιφρονητέα, ὕστερα μὴ ἐπιθυμητὰ καὶ τέλος μισητὰ καὶ ἀποδιοπομπαῖα. Ἔτσι θεμελιώνεται ὁ σύγχρονος ἀθεϊσμός καὶ ὀργανώνεται ὁ σύγχρονος διωγμὸς τῆς πίστεως καὶ τοῦ χριστιανισμοῦ.
ΙΓ. Τελικά, ὁ ἄνθρωπος καταντάει μιὰ ἐπίπεδη, μονοδιάστατη ὀντότητα, μιὰ βιολογικὴ μηχανὴ ποὺ ἡ ζωή της ἐκτυλίσσεται ἀπρόβλεπτα μέσα σὲ μία πολὺ στενὴ ζώνη χρόνου, ὁ δὲ θάνατος προσδιορίζει τὴν ὁριστικὴ ἐπιστροφὴ στὴν ἄβυσσο τῆς ἀνυπαρξίας. Χειρότερη ἀπὸ τὴν ἐφημερότητα εἶναι ἡ συνειδητοποίησή της ὡς περιορισμένης παροδικότητος. Τότε ἡ λογικὴ καὶ ἡ σκέψη ἀποτελοῦν τιμωρία καὶ ὄχι δῶρο. Καὶ ἡ ἐλευθερία τραγικὴ παρακαταθήκη∙ ἀνάμεσα στὸν αἰώνιο καὶ θεωμένο ἄνθρωπο νὰ ἐπιλέγεις τὸν ζωικό καὶ μηδενιστικό.
ΙΔ. Ἡ Ὀρθόδοξη μαρτυρία τῆς κοινωνίας τοῦ Θεοῦ, διατυπωμένη καὶ ἐμπειρικὰ τεκμηριωμένη μέσα στοὺς ναούς μας καὶ τὰ μοναστήρια μας, στὰ μυστήρια καὶ τὴ ζωή μας πρέπει νὰ κατατεθεῖ ὡς στεντόρεια πανορθόδοξη κραυγή στὴν ἐποχή μας. Ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία καὶ ἐμπειρία εἶναι ἡ μόνη ποὺ μπορεῖ νὰ φωτίσει τὴ σύγχρονη πραγματικότητα καὶ γι’αὐτὸ ὀφείλει νὰ καταθέσει τὸν λόγο της καὶ πρὸς ἐπιστηριγμὸν τῶν πιστῶν καὶ ὡς μαρτυρία στὸν ὑπόλοιπο χριστιανικὸ κόσμο.
Γιὰ ὅλους τοὺς προαναφερθέντες λόγους, σᾶς καλῶ ὅλους μαζὶ ὡς τοπικὴ Ἐκκλησία, νὰ ξεκινήσουμε τὸ Νέο Ἐκκλησιαστικὸ Ἔτος ἐπαναλαμβάνοντας μὲ τὴ ζωὴ καὶ τὸν λόγο μας τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως, ὅπως αὐτὸ ἔχει ἐγκριθεῖ ἀπὸ τὴν Α΄ καὶ τὴν Β΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο καὶ ὅπως ὁμολογεῖται ἔκτοτε καὶ γιὰ δεκαεπτά αἰῶνες ἀπὸ τὸ σῶμα τῶν Ὀρθοδόξων ἀπαράλλακτο. Ἀνάγκη νὰ τὸ ἐπαναλαμβάνουμε καθημερινὰ μέσα στὸ σύγχρονο πλαίσιο προβλημάτων, τάσεων, νοοτροπιῶν, καὶ ὡς ἔνδειξη τῆς διαχρονικότητος τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὴ ἡ ὁμολογία ἀποτελεῖ καὶ ἀπάντηση στὸν σύγχρονο κόσμο.

Ἡ ἴδια Ὀρθόδοξη Ὁμολογία,
ἀπαράλλακτο τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως,
17 αἰῶνες μετὰ

Σὲ μία ἐποχὴ καὶ σὲ ἕναν κόσμο ποὺ μὲ μῖσος ἀμφισβητεῖ καὶ μυωπικὰ ἀρνεῖται τὴν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ, ἐμεῖς ὡς Ὀρθόδοξοι χριστιανοὶ ὁμολογοῦμε τὴν ζωντανὴ παρουσία Του στὴ ζωή μας, μάλιστα ὡς Πατρὸς γεμάτου ἀγάπη καὶ ἔτσι ἐν ὁμονοίᾳ ὁμολογεῖ ὁ καθένας μας καὶ ὅλοι μαζί: Πιστεύω εἰς ἕνα Θεόν, Πατέρα.
Σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ ἡ δύναμη τοῦ «κοσμοκράτορος τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου» (Ἐφ. στ΄ 12) φαίνεται νὰ κυριαρχεῖ παντοῦ καὶ νὰ κατευθύνει τὰ πάντα, ἐμεῖς ὁμολογοῦμε τὴν πίστη μας στὸν Θεὸ πατέρα ὡςΠαντοκράτορα, ὁ ὁποῖος εἶναι ἰσχυρότερος τοῦ κοσμοκράτορος, ἀφοῦ «μείζων ἐστὶν ὁ ἐν ἡμῖν ἢ ὁ ἐν τῷ κόσμῳ» (Α΄ Ἰω. δ΄ 4).
Σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ ἐπιστρατεύει τὴν ἐπιστήμη, προκειμένου νὰ πείσει ὅτι ὁ κόσμος εἶναι ἀποτέλεσμα τυχαιότητος ἢ αὐτόματης γένεσης καὶ ἀντικαθιστᾶ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν ἀόριστη ἔννοια τῆς τύχης, ταυτόχρονα δὲ ὑποστηρίζει ὅτι ὑπάρχει μόνον ὅ,τι βλέπουμε καὶ ψηλαφοῦμε καὶ πείσμονα ἀρνεῖται τὴν ὕπαρξη μὴ ὁρατοῦ κόσμου, ἐμεῖς ὁμολογοῦμε Θεὸν δημιουργόν, ποιητὴν οὐρανοῦ καὶ γῆς, ὁρατῶν τε πάντων καὶ ἀοράτων, δηλαδὴ καὶ ὅλου τοῦ ὁρατοῦ καὶ ἀοράτου κόσμου.
Σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ παλινδρομεῖ ἀνάμεσα στὴν ἀσεβῆ ἀπόδοση ἀνθρώπινων ἀδυναμιῶν καὶ παθῶν στὸ θεανδρικὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ στὴν ἀμφισβήτηση τῆς ἱστορικῆς παρουσίας Του, ἐμεῖς διακηρύσσουμε τὴν προαιώνια ἐκ τοῦ Πατρὸς γέννησή Του καὶ τὴν τέλεια θεότητά Του καὶ ὁμολογοῦμε καὶ σήμερα ὅτι πιστεύουμε καὶ εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ τὸν μονογενῆ, τὸν ἐκ τοῦ Πατρὸς γεννηθέντα πρὸ πάντων τῶν αἰώνων. Φῶς ἐκ φωτός, Θεὸν ἀληθινόν, ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, γεννηθέντα οὐ ποιηθέντα, ὁμοούσιον τῷ Πατρί, δι’ οὗ τὰ πάντα ἐγένετο.
Σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ διερωτᾶται ποῦ εἶναι ὁ Θεός, ποὺ δυσκολεύεται νὰ τὸν διακρίνει καὶ βιάζεται νὰ τὸν ἀπορρίψει, ἐμεῖς ἀναφωνοῦμε ὅτι «μεθ’ ἡμῶν ὁ Θεός», καὶ ὁμολογοῦμε τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν τέλειον Θεὸν καὶ τέλειον ἄνθρωπον, τὸν μόνον ἀναμάρτητον, τὸν δι’ ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν καὶ σαρκωθέντα ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς Παρθένου καὶ ἐνανθρωπήσαντα.
Σὲ μιὰ ἐποχὴ καὶ σὲ ἕναν κόσμο ποὺ «μισεῖ καὶ διώκει, ἀρνεῖται καὶ σταυρώνει τὸν Κύριον», ποὺ θεωρεῖ τὸν λόγο τῆς θυσίας Του «μωρίαν ἢ σκάνδαλον», ἐμεῖς τὸν ἀναγνωρίζουμε ὡς «Θεοῦ δύναμιν καὶ Θεοῦ σοφίαν» (Α΄ Κορ. α΄ 24) καὶ Τὸν ὁμολογοῦμε ὡς ζῶντα Θεὸν σταυρωθέντα τε ὑπὲρ ἡμῶν ἐπὶ Ποντίου Πιλάτου καὶ παθόντα καὶ ταφέντα.
Σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ φοβεῖται τὸν θάνατο καὶ τὸν ἀρνεῖται, ἐπειδὴ ἀγνοεῖ τὴν ζωὴ καὶ τὴν πολεμᾶ υἱοθετῶντας εὐγονικὲς καὶ εὐθανασιακὲς ἀντιλήψεις καὶ πρακτικές, ποὺ στὸν λεγόμενο πολιτισμένο καὶ ἀναπτυγμένο κόσμο γιὰ κάθε παιδὶ ποὺ γεννιέται ἔχει καταστρέψει διπλάσια ἔμβρυα, ἐμεῖς διακηρύσσουμε τὴν πίστη μας στὴ συντριβὴ τοῦ θανάτου διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὸν ὁποῖο ὁμολογοῦμε καὶ ἀναστάντα τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ κατὰ τὰς Γραφάς. Τὸν ὁμολογοῦμε ὄχι θῦμα τῆς ἱστορίας, οὔτε ὡς θεατὴ τοῦ κόσμου ἢ ἁπλῶς πρότυπο πρὸς μίμησιν, ἀλλὰ ὡς νικητὴν τοῦ θανάτου καὶ Θεὸν «κλώμενον καὶ ἐκχυνόμενον, προσφερόμενον καὶ διαδιδόμενον», κοινωνούμενον, ὅτι δηλαδὴ ὑπάρχει στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας μας γιὰ νὰ μετέχεται καὶ νὰ κοινωνεῖται ἀπὸ τοὺς πιστούς, οἱ ὁποῖοι «γεύονται καὶ βλέπουσιν ὅτι Χριστὸς ὁ Κύριος» (Ψαλμ. λγ΄ 9).
Σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ συνηθίζει μόνον νὰ κρίνει καὶ ὄχι νὰ κρίνεται, ποὺ ἀρνεῖται τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ καὶ περιφρονεῖ τὶς ἐντολές Του, ἐμεῖς ζοῦμε μὲ τὴν προσδοκία τῆς δευτέρας παρουσίας Του, τὸ φρόνημα τῆς ἐνώπιον τοῦ Χριστοῦ ἀπολογίας μας καὶ τὴν πίστη στὴν αἰώνια βασιλεία Του. Γι’ αὐτὸ καὶ Τὸν ὁμολογοῦμε καὶ ἀνελθόντα εἰς τοὺς οὐρανούς, καὶ καθεζόμενον ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρός• καὶ πάλιν ἐρχόμενον μετὰ δόξης κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς, οὗ τῆς βασιλείας οὐκ ἔσται τέλος.
Σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ ὁμιλεῖ γιὰ πνευματικὸ πολιτισμό, ἀλλὰ ἀγνοεῖ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἀρνεῖται τὴν θεϊκὴ παράκληση καὶ χάρι, ποὺ ζεῖ ἀπαράκλητα μέσα στὴν ὑλιστικότητα καὶ στὴν ἐφημερότητα, ἐμεῖς ὡς Ὀρθόδοξοι πιστεύουμε καὶ εἰς τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, τὸ Κύριον, τὸ Ζωοποιόν, τὸ ἐκ τοῦ Πατρὸς ἐκπορευόμενον, τὸ σὺν Πατρὶ καὶ Υἱῷ συμπροσκυνούμενον καὶ συνδοξαζόμενον, τὸ λαλῆσαν διὰ τῶν Προφητῶν, καὶ ὁμολογῶντάς το ὡς Παράκλητον λαλοῦντα διὰ τῶν Πατέρων ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, ζοῦμε μὲ τὴν προσδοκία τῆς χάριτός Του.
Σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ αὐτοχαρακτηρίζεται ὡς μεταχριστιανική, ποὺ μετατρέπει τοὺς ναούς της σὲ ἀγορές καὶ καταστήματα, σὲ χώρους διασκέδασης καὶ γυμναστήρια, ποὺ ἀρνεῖται τὴ γνώση τῆς ἀλήθειας, ποὺ ζεῖ μέσα σὲ διχασμοὺς καὶ διαιρέσεις, ἐμεῖς ζοῦμε τὴν Ἐκκλησίαν ὡς μίαν, ἁγίαν, καθολικὴν καὶ ἀποστολικήν. Ὡς Μία, μόνον αὐτὴ περικλείει μέσα της τὸν Χριστὸ καὶ «πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν» (Ἰω. ιστ΄ 13) ∙ ὡς Ἁγία ζεῖ καὶ κηρύττει αὐθεντικὰ τὴν μετάνοια, τὴν ταπείνωση καὶ τὸν ἁγιασμό, «οὗ χωρὶς οὐδεὶς ὄψεται τὸν Κύριον» (Ἑβρ. ιβ΄ 14)∙ ὡς Καθολικὴ, ἀγκαλιάζει ὅλον τὸν κόσμο καὶ τὴν κτίση, ἔχει ἐπαγγελία «ζωῆς τῆς νῦν καὶ τῆς μελλούσης» (Α΄ Τιμ. δ΄ 8), κατέχει τὸ πλήρωμα τῆς ἀληθείας καὶ ἐπιθυμεῖ «πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄ Τιμ. β΄ 4) «μαθητεύουσα πάντα τὰ ἔθνη» (Ματθ. κη΄ 19)∙ ὡς δὲ Ἀποστολικὴ τηρεῖ τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ζεῖ κατὰ τὸ πρότυπο τῆς ζωῆς τους καὶ διαφυλάσσει τὴν πίστη τους ἀπαράλλακτη.
Σὲ μία ἐποχὴ ποὺ ἔχει συντρίψει τὸν ἄνθρωπο στὸ ἐπίπεδο τῆς βιολογικῆς ὀντότητος καὶ μόνον, ποὺ τὸν ἀναγνωρίζει μόνον ὡς μηχανὴ ποὺ τεχνολογεῖται ἢ πληροφορία ποὺ προγραμματίζεται ἢ κοινωνικὴ ὀντότητα μὲ συμφέροντα, δικαιώματα καὶ ὑποχρεώσεις, ποὺ μηδενίζει κάθε προοπτική του, ποὺ ἰσοπεδώνει τὴν ἀξία του∙ σὲ ἕναν κόσμο ποὺ ὁ ἄνθρωπος χωρὶς τὸν Θεὸ ἀπεγνωσμένα παλεύει γιὰ τὴ ζωὴ καὶ κληρονομεῖ μονίμως τὸν θάνατο, ποὺ προσπαθώντας μὲ τὴν τεχνολογία του νὰ ἐνδυναμώσει τὴν ἀνθρώπινη φύση (human enhancement, transhumanism), τελικὰ τὴν καταργεῖ, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στὸ πρόσωπο τῶν ἁγίων της καὶ ἐν ὀνόματι τοῦ Χριστοῦ, τὴν ἐλευθερώνει καὶ τὴν ὑπερβαίνει θεώνοντάς την καὶ καθιστῶντάς την μεθεκτικὴν τοῦ Θεοῦ. Οἱ Ὀρθόδοξοι ἀναγνωρίζουμε τὸν ἄνθρωπο ὡς πλασμένον «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ» (Γεν. α΄ 26), ὡς «ζῶον θεούμενον», ὡς κεκλημένον νὰ γίνει «θείας κοινωνὸς φύσεως» (Β΄ Πέτρ. α΄ 4), ὡς διὰ τοῦ βαπτίσματος «ἄνωθεν γεγεννημένον» (Ἰω. γ΄ 7) ὡς «μὴ ἔχοντα ᾧδε μένουσαν πόλιν ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦντα» (Ἑβρ. ιγ΄ 14). Γι’ αὐτὸ καὶ ὅλοι μαζὶ καὶ ὁ καθένας μας χωριστὰ ὁμολογοῦμεν ἓν βάπτισμα εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ προσδοκῶμεν ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Ἀμήν.
Ο Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικόλαος
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: ΟΙ ΥΠΟΓΡΑΜΜΙΣΕΙΣ  είναι δικές μας.


▣ Γίνετε μέλη στη σελίδα μας στο Facebook: ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ ΕΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου