Κάποτε ἕνας γέροντας κλήθηκε
νὰ κατασκευάσει τὸ τέμπλο μιᾶς ἐκκλησίας. Ἡ κατασκευὴ αὐτὴ ἦταν δύσκολη
καὶ χρονοβόρος. Ὅταν ἦλθε ἡ ὥρα τῆς πληρωμῆς, ἀδίκησαν τὸ γέροντα
καὶ τοῦ ἔδωσαν ἕνα εὐτελὲς ποσό. Ὅταν ἐπέστρεψε στὸ καλύβι του, ὁ ὑποτακτικός
του στενοχωρήθηκε πολύ, ποὺ ἀδίκησαν τὸν γέροντά του. Προσπάθησε
νὰ τὸν πείσει, πὼς θ’ ἔπρεπε νὰ διαμαρτυρηθοῦν καὶ νὰ ζητήσουν τὸ δίκιο
τους. Ἕνα τέτοιο μεγάλο ἔργο θὰ ἔπρεπε νὰ τοὺς ἐπιφέρει περισσότερα
χρήματα. Καὶ ὁ γέροντας τοῦ λέγει: « παιδί μου, ἂν πληρωθοῦμε ἐδῶ στὴ
γῆ, μὴν περιμένουμε μισθὸ στὸν Οὐρανό. Ὁ Θεὸς θὰ τὸ ὑπολογίσει ὡς ἐλεημοσύνη
». Κάποτε, ὁ γέροντας ἐκοιμήθη καὶ ὁ ὑποτακτικὸς εἶδε σὲ ὅραμα
τὴν κατοικία τοῦ πνευματικοῦ του στὸν Παράδεισο. Τοῦ ἔκανε ἐντύπωση
τὸ σπίτι ποὺ ἔμενε, διότι ἦταν διαφορετικὸ ἀπὸ τ’ ἄλλα. « Γέροντα,
τοῦ λέγει, ποῦ τὸ βρῆκες αὐτὸ τὸ ὡραῖο σπίτι; ». Καὶ ἔλαβε τὴν ἑξῆς ἀπάντηση:
« αὐτὸ τὸ σπίτι, κτίσθηκε ἀπὸ τὰ χρήματα τοῦ τέμπλου ποὺ παρακράτησε
ὁ ἐργολάβος ».
Από το βιβλίο του π. Θεοδ. Μπατάκα:
"ΑΥΡΑΣ ΛΕΠΤΗΣ ΑΝΑΣΑ"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου