menu

ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ

Δευτέρα 26 Ιανουαρίου 2015

Ιστορία Αγάπης. Η Ξεστρατισμένη Πιστή Σύζυγος και η Δύναμη της Μετανοίας


π. Δη­μη­τρί­ου Μπό­κου
­δη­γς ­νέ­βη­κε σβέλ­τα στ θέ­ση του κα ­βα­λε μπρς τ μη­χα­νή. Ο τε­λευ­τα­οι ­πι­βά­τες ­νέ­βη­καν βι­α­στι­κά, βάλ­θη­καν ν ψά­χνουν τς θέ­σεις τους. Προ­πα­ρα­μο­ν Χρι­στου­γέν­νων, κί­νη­ση στ ζε­νίθ.
­σκυ­ψε ν ση­κώ­σει τ βα­λί­τσα της, μ ν­τρας της τν πρό­λα­βε. Τν τα­κτο­ποί­η­σε στν χ­ρο τν ­πο­σκευ­ν κα γύ­ρι­σε κε­φά­τος κον­τά της.
ν­τε λοι­πόν, κα­λό σου τα­ξί­δι, τς χα­μο­γέ­λα­σε ­πο­χαι­ρε­τών­τας την. Σ λίγο πάλι ραν­τε­βο ­δ.

Χα­μο­γέ­λα­σε κι ­κεί­νη μ τ ζό­ρι, ν­τάλ­λα­ξαν ­να βι­α­στι­κό, ψυ­χρ φι­λ κι ­νέ­βη­κε στ θέ­ση της. ­φευ­γε γι τν ­θή­να ­κτά­κτως. Γι δυ­ μέ­ρες μο­νά­χα. Ν δώ­σει ­να χέ­ρι βο­ή­θειας στν κό­ρη τους, πο μ­παι­νε γι μι μι­κρο-­πέμ­βα­ση στ νο­σο­κο­με­ο. Τί­πο­τε ­νη­συ­χη­τι­κό, θά ’βγαι­νε α­θη­με­ρόν, μ κά­ποι­ος ­πρε­πε ν κρα­τή­σει τ μι­κρά, ­σπου ν ξα­νάρ­θει μά­να τους.
Τ με­γά­λο λε­ω­φο­ρε­ο ξε­κί­νη­σε. Πρν στρί­ψουν γι τν με­γά­λο δρό­μο, ε­δε ξα­ν μ τν ­κρη το μα­τιο της τν ν­τρα της. Τς κού­νη­σε τ χέ­ρι του. Κού­νη­σε κι ­κεί­νη ­λα­φρ μ ­νό­ρε­χτα τ κε­φά­λι της. Μι με­λαγ­χο­λι­κ δι­ά­θε­ση τν πλημ­μύ­ρι­ζε.
Μ τ πο χά­θη­κε τ λε­ω­φο­ρε­ο ­π’ τ μά­τια του, ν­τρας ­βγα­λε τ κι­νη­τό. ­ψα­ξε τ λί­στα μ τ νού­με­ρα, ­κα­νε μι κλή­ση.
-  Ε­μαι ­λεύ­θε­ρος! ε­πε ε­θυ­μα κα­θς ­νοι­ξε γραμ­μή. Τί θά ’λε­γες γι τ βρα­δά­κι στς ­κτώ;
­κέ­υ. Στ γνω­στ ση­με­ο ­πό­ψε στς ­κτώ, ­πάν­τη­σε λα­κω­νι­κ μι γυ­ναι­κεί­α φω­ν κα ­κλει­σε βι­α­στι­κ γραμ­μή.
­τρι­ψε τ χέ­ρια χα­ρού­με­νος. ­λα το ’ρχόν­του­σαν βο­λι­κά. Τ ­κτα­κτο τα­ξι­δά­κι τς γυ­ναί­κας του ­ταν λα­χε­ο ­πρό­σμε­νο. Σχεδν δυ­ με­ρο­λες ­λεύ­θε­ρος μ τ τε­λευ­τα­ο α­σθη­μα­τά­κι του δν ­ταν κα λί­γο. Θ ε­χαν ­λη τν ­νε­ση κα τν χρό­νο δι­κό τους. ­πί­θα­να!
­ρι­ξε μι μα­τι στ ρο­λό­ι του. ­ταν ­κό­μα πέν­τε. Ε­χε τν ε­και­ρί­α ν πά­ει σπί­τι ν φρε­σκα­ρι­στε λι­γά­κι. Μ ­πο­γει­ω­μέ­νη τ δι­ά­θε­ση κα τν καρ­διά του ν πε­τα­ρί­ζει σν ε­κο­σά­χρο­νος, χώ­θη­κε στ ­μά­ξι κα πά­τη­σε τ γκά­ζι σφυ­ρί­ζον­τας. Πόσο ξυπνα τ βόλευε λα!
γκρί­ζος Δε­κέμ­βρης ­φε­ρε τς πρ­τες στα­γό­νες στ με­γά­λο παρ­μπρίζ. ­δη­γς ­βα­λε μπρς τος ­α­λο­κα­θα­ρι­στ­ρες. Ο σι­γα­νς κου­βέν­τες τν ­πι­βα­τν βομ­βο­σαν στ’ α­τιά της, μ γυ­ναί­κα ­βλε­πε ­φη­ρη­μέ­νη ­π τ τζά­μι. Τ λε­ω­φο­ρε­ο ­ταν γε­μά­το κα πνι­κτι­κό. Τ φς λι­γό­στευ­ε γρή­γο­ρα κα τ το­πί­ο γι­νό­ταν ­λο κα θο­λό­τε­ρο. ­δη­γς ­να­ψε τ μι­κρ φ­τα πο­ρεί­ας. ­νοι­ω­σε ν πνί­γε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο. Τ σκο­τά­δι δν τν πο­λι­ορ­κο­σε μό­νο ­π’ ­ξω, ε­σορ­μο­σε κα μέ­σα της.
­π και­ρ τώ­ρα ε­χε ν­τι­λη­φθε τς ­πο­πτες κι­νή­σεις το ν­τρα της κα τ φί­δια τν ­ζω­σαν ­π παν­το. Προ­σπά­θη­σε ν πα­ρα­μεί­νει ­σο πι ψύ­χραι­μη μπο­ρο­σε. Δν το ­κα­με νύ­ξη πο­τ γι τί­πο­τε. Δν ε­χε πα­ρά­πο­νο βέ­βαι­α πς δν τν πρό­σε­χε, μ κα­τά­λα­βε, σι­γου­ρεύ­τη­κε σχε­δόν, πς ­τρε­χε κα κά­τι λ­λο πα­ράλ­λη­λα. Πά­λε­ψε ν μν κα­ταρ­ρεύ­σει ­π τ σόκ, μ ­χα­σε κά­θε μ­πι­στο­σύ­νη στν ν­τρα της. ­λα μέ­σα της ­να­πο­δο­γύ­ρι­σαν. ­νοι­ω­σε προ­δο­μέ­νη κα πί­κρα τ δι­α­πό­τι­σε ς τ κα­τά­βα­θα.
Κα τώ­ρα δι­αι­σθα­νό­ταν μ ­κρί­βεια τί θ συ­νέ­βαι­νε στν ­που­σί­α της. Δ σκέ­φτη­κε πο­τ φυ­σι­κ ν τν ­στυ­νο­μεύ­σει κα ο­τε τ ­θε­λε, μάν­τευ­ε ­μως κα­θα­ρ τς κι­νή­σεις του. Κα­τα­λά­βαι­νε πο­λ κα­λ ­τι το ­φη­νε μ τ τα­ξί­δι της ­λεύ­θε­ρο τ πε­δί­ο γι δρά­ση. Τί λοι­πν κι ν ρ­χον­ταν σ δυ­ μέ­ρες Χρι­στού­γεν­να; Για­τί ν γυ­ρί­σει πί­σω κα γι ποι­όν;
Ο ζο­φε­ρς σκέ­ψεις ­φε­ραν πό­νο στ κε­φά­λι της κα σφί­ξι­μο στν καρ­διά. Τ μά­τια της γέ­μι­σαν ξαφ­νι­κ δά­κρυ­α. Φο­βή­θη­κε πς θ γί­νει ν­τι­λη­πτ ­π’ τν συ­νε­πι­βά­τη της κα ­στρε­ψε ­σο μπο­ρο­σε τ πρό­σω­πό της πρς τ τζά­μι. ­μή­χα­νη ­νοι­ξε τν τσάν­τα της, ­να­ζή­τη­σε τ κι­νη­τό της. Προ­σποι­ή­θη­κε πς θ τη­λε­φω­νή­σει γι ν κρύ­ψει τν τα­ρα­χή της. Ψα­χού­λε­ψε μ τρε­μά­με­να δά­χτυ­λα τ πλ­κτρα, ­θό­νη φω­τί­στη­κε, μ ποι­ν ν πά­ρει κα μ τί δι­ά­θε­ση ν μι­λή­σει;
­πρό­σκλη­τη τό­τε κα ξαφ­νι­κ μς στ θο­λό της βλέμ­μα κα στ σκο­τει­νι­α­σμέ­νο της μυα­λ ξε­φύ­τρω­σε μορ­φ το γέ­ρον­τα πνευ­μα­τι­κο της, πο ­δ κα τρί­α χρό­νια ε­χε ­να­παυ­θε. ­νό­σ ζο­σε, ­τρε­χε  κον­τά του πάν­τα σ κά­θε της πρό­βλη­μα. Μ τώ­ρα;
Σν ν τν ­σπρω­ξε ­νε­ξή­γη­τη πα­ρόρ­μη­ση, σχη­μά­τι­σε α­θόρ­μη­τα ­πως πα­λι τ νού­με­ρό του κι ­φε­ρε τ τη­λέ­φω­νο στ’ α­τί. ­νας λυγ­μς βα­θς κα σι­γα­νός, πα­ρ φω­νή, βγ­κε πνι­χτ ­π’ τ λα­ρύγ­γι της.
-  Βο­ή­θη­σέ με, ­γα­πη­μέ­νε μου γέ­ρον­τα! Χά­νο­μαι! Δε­ξε μου τ δρό­μο! νύ­χτα μ κα­τα­πί­νει!
-  Για­τί κλας, κα­λή μου; Ποι­ν ζη­τς; ν­τή­χη­σε ­μέ­σως μι ζε­στ βε­λού­δι­νη φω­ν στ’ α­τί της, μ πι­ό­τε­ρο τν ­κου­σε μς στν καρ­διά της.
Πά­γω­σε ­λό­κλη­ρη. Ποι­ς τς μι­λο­σε; γέ­ρον­τας πνευ­μα­τι­κός της; Μ δν ζο­σε πιά. Πς γί­νε­ται ν ­παν­τ στν κλή­ση της; Μν ­πα­θε πα­ρά­κρου­ση; Κοί­τα­ξε μ μά­τια δι­ε­σταλ­μέ­να τ τη­λέ­φω­νο. Στ φω­τει­ν ­θό­νη του λαμ­πύ­ρι­ζε μ χρώ­μα­τα θε­σπέ­σια ­χι τ νού­με­ρο πο κά­λε­σε, μ γα­λή­νια μορ­φ το γέ­ρον­τα, ­πως τν ­ξε­ρε πάν­το­τε. Μ πς μπο­ρο­σε ν συμ­βαί­νει α­τό; Τν κοί­τα­ζε μ τ γλυ­κό του βλέμ­μα κα τς χα­μο­γε­λο­σε. Στν παρήγορη θέα του ­νε­μος δυ­να­τός, ­να κύ­μα ε­φρό­συ­νο στρο­βί­λι­σε βί­αι­α τ βα­ρύ της ψυ­χο­πλά­κω­μα, τ σκόρ­πι­σε στ στιγ­μ σν σύν­νε­φο κα­κό. Μι γλυ­κει ­να­κού­φι­ση ­πλώ­θη­κε ς τ τε­λευ­τα­ο κύτ­τα­ρο το ε­ναι της. κα­λή της δι­ά­θε­ση ξε­χεί­λι­σε. ­φέ­θη­κε στ μα­γεί­α το μυ­στη­ρί­ου πο τν γ­κά­λι­α­ζε κι ς μν κα­τα­λά­βαι­νε τί­πο­τε.
-  Τί σο συμ­βαί­νει, κό­ρη μου; ρώ­τη­σε σι­γα­ν γέ­ρον­τας.
-  Τ ξέ­ρεις, δν χρει­ά­ζε­ται ν σο τ π, πα­τέ­ρα μου, ­πάν­τη­σε κ­στα­τι­κά, σι­γα­ν κι ­κεί­νη, μν τυ­χν κα γί­νει ν­τι­λη­πτή. Βλέ­πεις τ ξε­στρά­τι­σμα το ν­τρα μου. Πη­χτ σκο­τά­δι ­πλώ­θη­κε στ ζω­ή μου. Μ τί κου­ρά­γιο πι ν ζ; Τ ­νει­ρά μου σβή­σα­νε. Μέ­σα μου σω­ρι­ά­στη­καν ­ρεί­πια.
-  Μ κα σ ξε­στρά­τι­σες, κό­ρη μου! ­χι μό­νο ν­τρας σου.
-  ­γώ; Μ πς ξε­στρά­τι­σα κα πό­τε; μί­λη­σε δι­πλ σο­κα­ρι­σμέ­νη τώ­ρα.
-  Πάν­τα ξε­στρα­τι­σμέ­νη ­σου­να κι ­ξω ­π’ τ δρό­μο το Θε­ο, ­πάν­τη­σε μ ­ρε­μη φω­ν γέ­ρον­τας. Ζο­σες κι σ γι τ δικό σου ­νει­ρο μονάχα. Πές μου, λήθεια, πό­τε ­γά­πη­σες τν ν­τρα σου ­σύ; Πάν­τα! …θ μο πες, …λ­λ μ βι­ά­ζε­σαι. ­γά­πα­γες α­τ πο σο ’δι­νε, ­χι α­τόν. ­ταν γι σέ­να τ κομ­μά­τι πο ­λει­πε π’ τ σχέδιό σου. Τ ταιριαστ συμ­πλή­ρω­μα σ’ να μον­τέ­λο πο φιλοτέχνησες σύ. Α­τ ­γά­πα­γες, τ βό­λε­ψή σου π τν παρουσία του. Κα τώ­ρα κλας γι τν ­ραί­α σου βι­τρί­να πο ρα­γίζει. Με­τρς τ κό­στος τ δικό σου μόνο. Α­τν δν τν ­γά­πη­σες ληθιν πο­τέ σου. Νά, πο σο ­γι­νε ­μέ­σως ­πε­χθής, ­ταν ρ­νή­θη­κε ν συμ­πλη­ρώ­νει τ πζλ τς φαν­τα­σί­ω­σής σου.
γυ­ναί­κα δν μί­λα­γε. Δν ε­χε δύ­να­μη ν’ ρ­θρώ­σει λέ­ξη. ­νοι­ω­θε ν’ ­δειά­ζουν τ σω­θι­κά της. γέ­ρον­τας συ­νέ­χι­σε.
-  Μ βλέ­πεις τί περ­νς ­σύ, λ­λ τί θ’ ­πο­γί­νει ­κε­νος τώ­ρα. Και­ρς ν δες τν ν­τρα σου. Ξέ­χνα τν ­αυ­τό σου. Κι ,τι ζη­τή­σεις ­π τν Θε­ό, κοίταξε νά ’ναι γι ’κε­νον, ­χι γι ε­χα­ρί­στη­ση δι­κή σου. Σκο­πός σου τώ­ρα μ χα­θε α­τός, πλά­σμα μο­να­δι­κό, μ ­νε­κτί­μη­τη ­ξί­α, φτι­αγ­μέ­νο μ ­προ­σμέ­τρη­το με­ρά­κι ­π τ χέ­ρια το Θε­ο. Ε­ναι δι­κός σου ν­θρω­πος, τ ξέχασες; Δν σο τν μ­πι­στεύ­τη­κε Θε­ός; Δν θ ρω­τή­σει κά­πο­τε τί ­κα­νες γι’ α­τόν; ν δν πο­νς ­σ γι’ α­τόν, ποι­ς θ τν δε μ κα­λο­σύ­νη; Πά­λε­ψε τώ­ρα ­σ λοι­πν ν μ χα­θε στν ­βυσ­σο. ­σε τ φυ­σι­κά σου α­σθή­μα­τα στν ­κρη. Και­ρς ν’ ­γα­πή­σεις τν ν­τρα σου!
­για φω­τει­ν μορ­φ πρε ν ­σβήνει ­π’ τν ­θό­νη, μ στν καρ­διά της ­λαμ­πε ­λο­ζών­τα­νη. Γι πόση ­ρα ­μει­νε ­κί­νη­τη, δε­μέ­νη μ ­ό­ρα­τα δε­σμ μα­γεί­ας ­περ­κό­σμιας; Φο­βό­τανε ν κου­νη­θε, μ δι­ώ­ξει τ μα­κά­ρια α­σθη­ση πο σν μάτιο παμφώτεινο τν πε­ρι­τύ­λι­γε. ­χτί­δα λαρ στ θλίψη της τ λό­για το γέ­ρον­τα, τς φα­νέ­ρω­σαν ­σα δν ­πο­πτευ­ό­ταν. Γι πρώ­τη φο­ρ ­βλε­πε νοιχτ τν ψυ­χή της κα­θα­ρά, σν ­νοιγ­μέ­νο τρι­αν­τά­φυλ­λο. ν­τυ­πω­σι­ά­στη­κε βα­θιά.
Τ χέ­ρι της δει­λ-δει­λ γλί­στρη­σε στν τσάν­τα της. ­να­ζή­τη­σε τ κομ­πο­σχοί­νι της, δ­ρο μι­κρ μ ­νε­κτί­μη­το ­π’ τν πνευ­μα­τι­κό της. Τ πέ­ρα­σε χα­ϊ­δεύ­ον­τάς το ­πα­λ στ δά­χτυ­λά της. Στν πρ­το κόμ­πο στά­θη­κε… ρ­γ-ρ­γ μ στα­θε­ρ ψι­θύ­ρι­σε:
«Κύ­ρι­ε, ­η­σο Χρι­στέ, ­λέ­η­σον τν δο­λον σου …».
Τ ε­πε, τ ξα­να­ε­πε…, κόμ­πο-κόμ­πο…, ρ­γ-ρ­γά… Ν’ ­νοί­ξει δρό­μο προ­σευ­χή της πά­σχι­ζε δει­λά, σν τ μι­κρ ρυά­κι μς ­π’ ­γρι­ο­χόρ­τα­ρα κα πέ­τρες. Μ λί­γο-λί­γο ­τσα­λώ­θη­κε. Σν τ μω­σα­ϊ­κ ρα­βδί, τν βρά­χο τς ψυ­χς της χτύ­πη­σε τν ­νυ­δρο μ δύ­να­μη. Κα τ ρυά­κι φού­σκω­σε, πο­τά­μι ­γι­νε κα χεί­μαρ­ρος ρ­μη­τι­κς ξε­πή­δη­σε ­π τν ­ρη­μο ν­τός της. Τ συ­νε­π­ρε ­λά­κε­ρη. σκέ­ψη της ­ψώ­θη­κε γορ­γή. Δι­έ­τρε­ξε βου­ν κα δρό­μους πο ­δη­φά­γα σκο­τει­νι κα­τά­πι­νε ξο­πί­σω τους, στρι­φο­γύ­ρι­σε ­τί­θα­ση, ­να­ζή­τη­σε ­πί­μο­να τν ν­τρα της. Μ ­ε­το πα­νί­σχυ­ρα φτε­ρ προ­σευ­χή της πέ­τα­ξε ς ­κε­νον, τν γ­κά­λια­σε μυ­στι­κά. Μι γλυ­κει νο­σταλ­γί­α πρω­τό­γνω­ρη κέν­τη­σε σν πό­νος σι­γα­νς τν καρ­διά της. Πό­θη­σε ν ­ταν τώ­ρα κον­τά του. Γι πρώ­τη φο­ρ ­νοι­ω­σε πς ε­χε τ δύ­να­μη ν’ ­γα­πή­σει τν ν­τρα της.
Τ σκο­τά­δι τς νύ­χτας ­ξω πύ­κνω­νε, μ ψυ­χή της μέ­σα γέ­μι­ζε φς.
Τυ­λιγ­μέ­νη σ γλυ­κει θαλ­πω­ρ συ­νέ­χι­ζε ­δι­ά­λει­πτα: «…­λέ­η­σον τν δο­λον σου…».
Στς ­κτ ­κρι­βς, κε­φά­τος, μ ντύ­σι­μο κομ­ψό, προ­σεγ­μέ­νο γι τν πε­ρί­στα­ση, ν­τρας σή­κω­νε τ χέ­ρι του ν χτυ­πή­σει τ κου­δού­νι στν ­ξώ­πορ­τα το ραν­τε­βο του. ­κα­με ν τ γ­γί­ξει, μ δί­στα­σε. ­δι­ό­ρα­τη ­βε­βαι­ό­τη­τα δι­α­πέ­ρα­σε ­προσ­δό­κη­τα τν ψυ­χή του. Τί ­ταν α­τό; Δν τό ’θε­λε τό­σο πο­λ ν λθει ς δ; Για­τί δι­στά­ζει τώρα ατός, τόσο νυπόμονος; Τ χέ­ρι του ­μει­νε γι λί­γο με­τέ­ω­ρο κα κα­τέ­βη­κε. Τί το συ­νέ­βαι­νε; Ξαφ­νι­κ δν ­νοι­ω­θε σί­γου­ρος γι’ α­τ πο πή­γαι­νε ν κά­μει.
Στά­θη­κε συλ­λο­γι­σμέ­νος μ μπο­ρών­τας ν κα­τα­λά­βει τν ­αυ­τό του. Μι πα­ρόρ­μη­ση μέ­σα του τν ­σπρω­ξε ν χτυ­πή­σει κα πάλι, μ τ χέ­ρι του ­μει­νε ξαν στν ­έ­ρα ­βέ­βαι­ο. θλιμ­μέ­νη μορ­φ τς γυ­ναί­κας του πέ­ρα­σε ξαφνικ σν ­στρα­π  ­π τ βλέμμα του. ­λή­θεια, για­τί ν τς τ κά­νει α­τό; ­να δυ­σά­ρε­στο α­σθη­μα τν κυ­ρί­ευ­σε. ­νοι­ω­σε ­σχη­μα γι πρώ­τη φο­ρά. Κά­ποι­ες ­νο­χς σή­κω­σαν κε­φά­λι μέ­σα του. Μ για­τί ν το συμ­βαί­νουν τώ­ρα α­τά; Χω­ρς ν μπο­ρε ν τ ­ξη­γή­σει, κα­τά­λα­βε πς δν ­ταν σ θέ­ση ν προ­χω­ρή­σει στ σχέδιό του. Κά­τι μυ­στη­ρι­­δες, ­νε­ξή­γη­το μέ­σα του τν ­πω­θο­σε ­π’ τν σκο­πό του.
Γύ­ρι­σε ρ­γ-ρ­γά, ρ­χι­σε ν ­πο­μα­κρύ­νε­ται σκυ­φτός. Τ κι­νη­τό του χτύ­πη­σε. Τν ­ψα­χνε λε­γά­με­νη το ραν­τε­βο του. Δν ­πάν­τη­σε. Χω­ρς ν τ θέ­λει, χω­ρς ν προ­σπα­θε, ­λο κα πι ­πί­μο­να, ­λο κα πι ζων­τα­νά, ζω­γρα­φι­ζό­ταν μέ­σα του μορ­φ τς γυ­ναί­κας του. Πό­θη­σε ν ­ταν τώ­ρα κον­τά της. Και­ρ ε­χε ν τ νοι­ώ­σει α­τό. Τν εχε γγίξει κάτι θεϊκό. χάρη τς προσευχς της όρατη τος φερνε σ’ ντάμωμα μυστικό.
ρ­γ τ βρά­δυ τς πα­ρα­μο­νς, σ ­ρα πι πο­λ προ­χω­ρη­μέ­νη, ­φί­χθη­κε τ τε­λευ­τα­ο λε­ω­φο­ρε­ο τς γραμ­μς. Σκυ­φτά, προ­σε­κτι­κ γυ­ναί­κα κα­τέ­βη­κε τ σκα­λο­πά­τια, μ πρν τ πό­δι της γ­γί­ξει τ ­δα­φος, ­να χέ­ρι ­πια­νε παλ τ δι­κό της. Σή­κω­σε χα­ρού­με­νη τ πρό­σω­πό της κι ­ταν σ νά ’­βλε­πε τν ν­τρα της γι πρώ­τη φο­ρά. Μ λαμ­πε­ρ χα­μό­γε­λο γ­κα­λι­ά­στη­καν σφι­χτά, φι­λή­θη­καν, σ νά ’τα­νε τ πρ­το ραν­τε­βο τους.
Στν παγωμένο χει­μω­νι­ά­τι­κο ­γέ­ρα κάτω π τος θόλους το σταθμο ν­τη­χο­σαν χα­ρμονικ τ γιορτιν τραγούδια κα τ χριστουγεννιάτικα κά­λαν­τα. ­π τ στο­λι­σμέ­να δέν­τρα λάμ­ψεις σκορ­πί­ζον­ταν χι­λιά­δες. Μ τ γι­ορ­τ τν ε­χαν μέ­σα τους α­τοί, φού­σκω­νε τν καρ­διά τους χα­ρ τς Γέν­νη­σης. Κα ξε­χυ­νό­ταν ­π’ τ ζε­στά τους πρό­σω­πα τρι­γύ­ρω κι ­π τ μά­τια τους τ φω­τει­νά.
Πολ­λ δν ε­παν. Μ ­γρ μα­τιά, …«Κα­λ Χρι­στού­γεν­να, κα­λή μου!», επε μονάχα κενος, …«Κα­λ θ ε­ναι σί­γου­ρα, γλυ­κέ μου!», ψιθύρισε κείνη… κι γ­κα­λι­α­σμέ­νοι ­πως ­ταν προ­χώ­ρη­σαν.
Κι ­σοι τος βλεπαν τν ρα ατ ν περ­πα­τον… μέ­σα στ θε­ο φς τς ­γιας νύ­χτας, γι χρόνια εχαν ν μιλον… γι μι ­στο­ρί­α ­θό­ρυ­βης, μ ­στό­σο… ληθινς κα παν­το­δύ­να­μης ­γά­πης…
Χρι­στού­γεν­να 2014 
Πηγή: Αντιύλη

▣ Γίνετε μέλη στη σελίδα μας στο Facebook: ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ ΕΣΤΑΥΡΩΜΕΝΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου